ὑποβλήτως

ὑποβλήτως
ὑπόβλητος
put in another's place
adverbial
ὑπόβλητος
put in another's place
masc/fem acc pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • υπόβλητος — η, ο / ὑπόβλητος, ον, ΝΑ, και ὑποβλητός, όν, Α [υποβάλλω] μη γνήσιος, πλαστός, ψεύτικος νεοελλ. αυτός που γίνεται με την έμπνευση ή την εισήγηση άλλου, ο οποίος ενεργεί ως υποβολέας, υποβολιμαίος («υπόβλητη μαρτυρία») αρχ. 1. αυτός που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”